- κριγμός
- ο (Α κριγμός) [κρίζω]τριγμόςνεοελλ.ιατρ. ζωηρός ξηρός και επαναλαμβανόμενος ήχος που μπορεί να συγκριθεί με μια σειρά μικρών εκρήξεων και που γίνεται αντιληπτός σε περιπτώσεις φλεγμονής τών τενόντων υποδόριου εμφυσήματος, τραυμάτων τών αναπνευστικών οδών, αεριογόνου γάγγραινας ή καταγμάτωναρχ.γέλιο.
Dictionary of Greek. 2013.